- ποινοποιός
- -όν, Α1. αυτός που παίρνει εκδίκηση, που επιβάλλει τιμωρία2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ ποινοποιοίοι θεότητες τής εκδίκησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek